ταινίδιον — strip of linen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινιδίοις — ταινίδιον strip of linen neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινιδίοισι — ταινίδιον strip of linen neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινιδίου — ταινίδιον strip of linen neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινιδίων — ταινίδιον strip of linen neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινιδίῳ — ταινίδιον strip of linen neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινίδια — ταινίδιον strip of linen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TAENIA — fascia seu vinculum est. Caecilius apud Festum. Dum taeniam, qui vulnus vinciret, petit. Et quidem τὸ τῶ μαςῶν γυναικείων ζῶσμα, uberum muliebrium cinctus, Pollux, l. 7. c. 13. sed τὸ ὰφετον τῆς κόμης συνδέουσα, vitta quâ crines ligabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
ημιταινίδιον — ἡμιταινίδιον, τὸ (Α) το μισό τής ταινίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ταινίδιον, υποκορ. τού τ. ταινία] … Dictionary of Greek
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek